- βληχρός
- βληχρός, ά, όν (Pind.+; Diod S, Plut.) pert. to lack of strength, feeble of prayer (w. μικρός) Hs 2:5. Of pers. (w. ἀργός) πρός τι too weak for someth. 5, 4, 3.—DELG.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
βληχρός — βληχρός, ά, όν (Α) 1. άτονος, μαλακός 2. (για πυρετό) χαμηλός, λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη μεθομηρική, η οποία στον Όμηρο απαντά ως αβληχρός*, με α προθεματικό. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. βληχρός, αν και ιωνική, συνδέεται πιθανώς με τη λ. βλᾱξ* … Dictionary of Greek
βληχρός — faint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλῆχρος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρά — βληχρός faint neut nom/voc/acc pl βληχρά̱ , βληχρός faint fem nom/voc/acc dual βληχρά̱ , βληχρός faint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρότερον — βληχρός faint adverbial comp βληχρός faint masc acc comp sg βληχρός faint neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρῶν — βληχρός faint fem gen pl βληχρός faint masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρόν — βληχρός faint masc acc sg βληχρός faint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχραῖς — βληχρός faint fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχραί — βληχρός faint fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχροτάτου — βληχρός faint masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχροτέρη — βληχρός faint fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)